Μυθιστόρημα της Μ.Χ.Β σε συνέχειες..
Εισαγωγή
Η Γυναίκα έχει υμνηθεί από όλους μας, από της ύπαρξης της ανθρώπινης παρουσίας της στην Γη. Η Γυναίκα-Μάνα, η Γυναίκα-Αδελφή, η Γυναίκα-Σύζυγος, η Γυναίκα- Ερωμένη, η Γυναίκα-Σύντροφος..
Έχουν υμνηθεί οι αρετές της, η δύναμή της, η διάνοιά της, η διορατικότητά της,
η προσφορά της, η θυσία της, η αγωνιστικότητά της, ο τρόπος που αγαπά.
Εκατομμύρια ύμνοι και γραφτά και έργα και ταινίες και αφιερώματα και τιμές.
Αυτή είναι η φωτεινή και πεντάμορφη Γυναικεία Ύπαρξη.
Η σκοτεινή της πλευρά όμως; Αυτή για την οποία σπανίως αναφέρεται κανείς; Μήπως δεν υπάρχει;
Η γυναίκα -αράχνη, η γυναίκα - Κακό, η γυναίκα - λαίλαπα πόσες φορές πέρασε από τον δρόμο κάποιου από μας; Οι Γυναίκες, που ο,τι τις αγάπησε εξοβελίστηκε στην Κόλαση, σωστές ιέρειες του θανάτου σχεδόν από τότε που έρχονται στην ζωή.
Η αδίστακτη, αμείλικτη, χωρίς όρια θηλυκή εξουσία πάνω στο αρσενικό αλλά και με κάποιο τρόπο τραγικό, διαρκώς σε σύγκρουση με ο,τι καλό υπάρχει γύρω της.
Το Μυθιστόρημα της Μ.Χ.Β περιλαμβάνει τρεις περιγραφές γυναικείων μορφών σε απόλυτη ταύτιση με το Κακό.
Η άλλη, λιγότερο γνωστή πλευρά στην μυθιστοριογραφία της Γυναικείας Ψυχής που αφήνει στο διάβα της επώδυνα ίχνη και σημαδεύει ζωές.
Το πρώτο μέρος μιας μυθιστορηματικής τριλογίας, η «ΕΛΕΝΗ» καταγράφει
εδώ μια μοιραία μυθιστορηματική γυναικεία παρουσία.
Copyright : MARIA CHADZIDAKIS VAVOURANAKIS
AUTHOR - JOURNALIST
e-mail:v.ch.maria@gmail.com -mgvavour@gmail.com
H έκδοση υπόκειται σε πνευματικά δικαιώματα. Απαγορεύεται η μερική ή ολική αναπαραγωγή του έργου, η παράφραση ή η μετάδοσή του με οποιονδήποτε τρόπο χωρίς την άδεια της συγγραφέως.
"Η Ελένη γεννήθηκε σε μια γωνιά της γης που την περιέβρεχε θάλασσα.
Με μία ακόμα αδελφή και πατέρα εργάτη. Ήταν πολύ όμορφη από
μικρή. Κακή μαθήτρια, καθόλου επιμελής και σκληρή σαν πέτρα. Η μάνα της πολλές φορές έβλεπε σ’αυτήν ένα πρόβλημα που θα γινόταν μεγαλύτερο
όταν μεγάλωνε.
Ο Βαγγέλης, ο πατέρας της, εργάτης στα καρνάγια σε μια εποχή που εκεί
υπήρχαν δουλειές και το μεροκάματο ήταν καλό. Στο σπίτι δηλαδή δεν
έλειπε ποτέ το φαγητό. Δεν υπήρχαν πολυτέλειες,αλλά το φαγητό ήταν πάντα επαρκές και η Καλλιόπη, η μάνα της δεν ήταν ανάγκη να δουλεύει. Μεγάλωνε τις δυο κόρες. Προσπαθούσε τουλάχιστον.
Στα μικράτα της η Καλλιόπη ήταν μοδίστρα. Μόλις γνώρισε τον Βαγγέλη
άκουσε την συμβουλή της δικής της μάνας:
-Καλός είναι. Είναι όμορφος, έχει μόνιμη δουλειά και είναι μικρός. ΄Ασε που
είναι και ορφανός. Θα είναι του χεριού σου. Πάρτονε και βλέπουμε..
Τότε η Καλλιόπη ήταν 17 χρονών. Δεν πολυκατάλαβε τι σήμαινε
- «..θα είναι του χεριού σου.»
Το κατάλαβε πολύ καλά αργότερα, αλλά τότε δεν τολμούσε να αντιμιλήσει
στην μάνα της. Τα χαστούκια, της ερχόντουσαν ξαφνικά και πονούσαν πολύ
αφού στο δεξί της χέρι φορούσε ένα χοντρό, κακόγουστο δακτυλίδι που έκανε το απλό χαστούκι επώδυνο ράπισμα.
Ούτε τι σήμαινε:
-«πάρτονε και βλέπουμε» κατάλαβε.
Αυτό το κατάλαβε την μέρα του γάμου της.
Την ώρα που την έντυναν οι γειτονοπούλες της ίδιας αυλής με το καινούριο φτενό νυφικό με το πρόστυχο τούλι, η μάνα της πετάχτηκε κάποια
στιγμή απαντώντας σε ήπιο κουτσομπολιό και σχόλια γειτόνισσας:
-Mωρή Λενιώ, σα μικρός δεν είναι ο Βαγγέλης; Δεκαεννιά αυτός, δεκαεπτά το κορίτσι σου, τι οικογένεια θα κάνουνε;
-Άστη να τον πάρει. Όσο έχει δουλειά καλός είναι. ΄Αμα στραβώσει, υπάρχουνε
και τα διαζύγια. Με έναν άντρα θα πεθάνει;
Η Καλλιόπη, κατάλαβε τότε καλά τι εννοούσε η μάννα της. Κατανόησε
βαθιά πως ο άνδρας είναι κάτι σαν εργαλείο. Μια μηχανή που κουβαλάει
λεφτά και λύνει προβλήματα. Όσο τα καταφέρνει, καλά, μόλις δεν μπορεί,
έχει «σχολάσει» και πάμε γι άλλα.
Το άκουσε. Και το εμπέδωσε.
Όμως, κάπου η Λενιώ, η μάννα της Καλλιόπης, έπεσε έξω. Θες το μικρό της ηλικίας των παιδιών, θες ο γλυκός χαρακτήρας του Βασίλη, θες το
γεμάτο τραπέζι τους αφού αποδείχτηκε δουλευτής και νοικοκύρης,
αλλά πάνω απ’ όλα το θερμό «ταμπεραμέντο» της Καλλιόπης, ήρθε το ζευγάρι και έδεσε.
Και τον έρωτα τον έμαθαν μαζί, σιγά-σιγά και με το μαλακό. Και σε λίγο,
ήρθε η πρώτη κόρη. Η Ελένη. Δύο χρόνια μετά, ακολούθησε η
Πίτσα. Μετά ήρθε και η απομάκρυνση του ζευγαριού. Και η ψυχική επαφή χάθηκε. Για να μην ξανάρθει ποτέ.
Η Καλλιόπη παρά τα αισθήματά της για τον άντρα της, ακολούθησε στις προσωπικές τους σχέσεις τις συμβουλές της μάνας της: πάντα γινόταν
το δικό της. Η επιθυμία της ήταν κανόνας απαράβατος και η πραγματοποίησή
της επιτυγχανόταν ανεξάρτητα από τις όποιες αντιρρήσεις του Βαγγέλη. Όλοι στο χωριό ξέρανε πως ο Βαγγέλης δεν ήταν ο Βαγγέλης.
Ήταν «Ο άντρας της Καλλιόπης».
Αλλωστε η Καλλιόπη ήταν όλη του η οικογένεια. Δεν είχε δική του αφού μεγάλωσε σε ορφανοτροφείο και η διεύθυνση του ορφανοτροφείου του βρήκε την δουλειά στο καρνάγιο.
Πολλές φορές ο Βαγγέλης προσπάθησε να πατήσει πόδι σε κάποια πράγματα.
Χωρίς αποτέλεσμα, αφού η Καλλιόπη τον έβαλε σε "καραντίνα" και του έκοψε την καλημέρα για μήνες. Η ζωή του έγινε μαρτύριο. Σκεφτόταν κιόλας τι θα γινόταν αν η Καλλιόπη τον έδιωχνε και πάγωνε και μόνο στην ιδέα. Που θα πήγαινε; Έτσι νωρίς-νωρίς, σταμάτησε να προβάλλει οποιαδήποτε αντίρρηση και δεν το έκανε ούτε όταν το χωριό άρχισε να μιλάει για στενές σχέσεις της Καλλιόπης με τον πλανόδιο έμπορο που πέρναγε στο χωριό δυο φορές τον μήνα. ....
Ο έμπορος ερχόταν πρωί, έμπαινε στο σπίτι της Καλλιόπης και έβγαινε ώρες αργότερα. Στο αυτί του Βαγγέλη έφτασαν κάτι ψίθυροι από μισόλογα των συντρόφων του στο καρνάγιο.
Στην αρχή έκανε πως δεν κατάλαβε.
Βαθιά μέσα του ήξερε πως ήταν αλήθεια. Όμως οποιαδήποτε διαμαρτυρία
θα τον έδιωχνε από την βολή του και θα έχανε και τα παιδιά. ΄Αλλωστε στο χωριό οι χωριανοί αγαπούσαν τον Βαγγέλη για τον χαρακτήρα του αλλά αυτή που φοβόντουσαν ήταν η Καλλιόπη.Αν σε έπιανε το στόμα της, δεν σε ξέπλενε ούτε ποτάμι. Έτσι η ιστορία με τον έμπορο και την Καλλιόπη τράβαγε απρόσκοπτα σε μάκρος. Και ο έμπορος, δεν ξεχνούσε φεύγοντας, να αφήνει στο κρεβάτι την είσπραξη της ημέρας, προς μεγάλη ευχαρίστηση της Καλλιόπης.
Μια μέρα η δασκάλα έδιωξε τα παιδιά νωρίς από το σχολείο γιατί ο καιρός –ήταν χειμώνας- χειροτέρευε και φοβόταν ότι δεν θα προλάβαιναν να φτάσουν σπίτι τους πριν ξεσπάσει η μπόρα που ερχόταν. Και η Ελένη με την Πίτσα, έφτασαν νωρίς σπίτι.
Τα παιδιά άνοιξαν την πόρτα και μπήκαν χωρίς φωνές. Άφησαν την τσάντα
τους στο μικρό χωλ και μπήκαν παραμέσα να βρουν την μάνα τους.
Η Ελένη ήταν η πρώτη που είδε την μάνα της στο κρεβάτι με ανοιχτά τα
πόδια και τον κυρ-Μανώλη τον έμπορο ν΄ αγκομαχάει απάνω της. Από τα
βογγητά του, ούτε ο ίδιος ούτε η Καλλιόπη άκουσαν τα παιδιά να μπαίνουν.
Όταν η Καλλιόπη τα είδε όπως ήταν ανάσκελα, έσπρωξε τον έμπορο μακριά
και σηκώθηκε γρήγορα .
Η Ελένη είδε τελείως γυμνή την μάνα της και παγωμένη κοιτούσε μια αυτήν να τρέχει να βάλει την ρόμπα της και μια τον έμπορο που βλαστημώντας
προσπαθούσε να φορέσει το σώβρακό του. Κατάλαβε πως κάτι εξαιρετικά άδικο για τον πατέρα της γινόταν πάνω στο
κρεβάτι. Η Πίτσα είχε παγώσει πλάϊ της και στο προσωπάκι της δεν υπήρχε καμία απολύτως έκφραση.Τα παιδιά πήγαν τρομαγμένα και ήσυχα κάθισαν στην κουζίνα. Σαν να περίμεναν κάτι.
Ο έμπορος έφυγε και η Ελένη άκουσε την μηχανή του φορτηγού του να παίρνει μπροστά και να απομακρύνεται. Η μάνα της τις πλησίασε. Χωρίς να νοιώθει καμιά ντροπή, έβαλε φαγητό στα δύο τους πιάτα. Έκοψε με το χέρι της το ψωμί, τους το μοίρασε και έκατσε απέναντί τους. Τα δυο παιδιά δεν έτρωγαν. Είχαν σαστίσει και φαινόταν να μην καταλάβαιναν τι ακριβώς γινόταν.
Τότε η Καλλιόπη τους μίλησε:
-..φάτε!
Η Πίτσα αντί να φάει, έβαλε τα κλάματα. Το σοκ από την θέα της γυμνής της μάνας στην αγκαλιά ενός άλλου άντρα βγήκε από μέσα της με βουβό, σιγανό λυγμό. Η Καλλιόπη θύμωσε:
-Γιατί κλαις; Έγινε τίποτα κακό; Δεν έγινε. Φάε και σκάσε!
Και έσκυψε προς το μέρος των παιδιών:
-..κοιτάχτε κακομοίρες μου, μη σας ξεφύγει καμιά κουβέντα στο πατέρα
σας, θα σας κόψω κομματάκια και θα σας ταϊσω στα σκυλιά! Ούτε είδατε
τίποτα, ούτε ξέρετε! ΚΑΤΑΛΑΒΑΤΕ;; .."
η συνέχεια στην επόμενη δημοσίευση..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου